- ψιλοαλεσμένος
- -η, -ο, Ναλεσμένος σε πολύ μικρούς κόκκους, καλά λειοτριβιμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειοτριβής — ές (Α λειοτριβής, ές) αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριβής (< τρίβω), πρβλ. α τριβής, εν τριβής] … Dictionary of Greek